αγριόχοιρος
(Ελληνικά)
Etimologie
Compus din αγριο- (agrió-, „sălbatic”) + χοίρος (choíros, „porc”).
Pronunție
- AFI: /a.'ɣri.ɔ.çi.rɔs/
Substantiv
αγριόχοιρος (agrióchoiros)
Declinarea substantivului αγριόχοιρος | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | αγριόχοιρος | αγριόχοιροι |
Genitiv | αγριόχοιρου | αγριόχοιρων |
Acuzativ | αγριόχοιρο | αγριόχοιρους |
Vocativ | αγριόχοιρε | αγριόχοιροι |
- (zool.) vier, porc-mistreț
- (zool.) mistreț mascul
Sinonime
- 1: (zool.) αγριογούρουνο