(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică Ἀμαρυλλίς (Amarullís).

Pronunție

  • AFI: /a.ma.ɾiˈli.ða/


Substantiv

αμαρυλλίδα (amaryllída)

Declinarea substantivului
αμαρυλλίδα
f. Singular Plural
Nominativ αμαρυλλίδα αμαρυλλίδες
Genitiv αμαρυλλίδας αμαρυλλίδων
Acuzativ αμαρυλλίδα αμαρυλλίδες
Vocativ αμαρυλλίδα αμαρυλλίδες
  1. (bot.) amarilis

Cuvinte apropiate

Referințe