αναζήτηση
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἀναζήτησις (anazḗtēsis, „călătorie; căutare”).
Pronunție
- AFI: /a.naˈzi.ti.si/
Substantiv
αναζήτηση (anazítisi)
Declinarea substantivului αναζήτηση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | αναζήτηση | αναζητήσεις |
Genitiv | αναζήτησης, αναζητήσεως | αναζητήσεων |
Acuzativ | αναζήτηση | αναζητήσεις |
Vocativ | αναζήτηση | αναζητήσεις |
Sinonime
- 1: έρευνα