αντίγραφο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἀντίγραφον (antígraphon, „transcriere”).
Pronunție
- AFI: /anˈdi.ɣɾa.fo/
Substantiv
αντίγραφο (antígrafo)
Declinarea substantivului αντίγραφο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | αντίγραφο | αντίγραφα |
Genitiv | αντιράφου, αντίγραφου | αντιράφων |
Acuzativ | αντίγραφο | αντίγραφα |
Vocativ | αντίγραφο | αντίγραφα |
- (tipogr.) reproducere, copie
Sinonime
- (tipogr.) αναπαραγωγή, κόπια
Antonime
- (tipogr.) πρότυπο