απενεργοποίηση

(Ελληνικά)

Etimologie

Din verbul απενεργοποιώ (energós, „a dezactiva”) +‎ -σις (-sis).

Pronunție

  • AFI: /a.pen.eɾ.ɣoˈpi.si/


Substantiv

απενεργοποίηση (apenergopoíisi)

Declinarea substantivului
απενεργοποίηση
f. Singular Plural
Nominativ απενεργοποίηση απενεργοποίησες
Genitiv απενεργοποίησης απενεργοποιησών
Acuzativ απενεργοποίηση απενεργοποίησες
Vocativ απενεργοποίηση απενεργοποίησες
  1. dezactivare

Cuvinte apropiate

Referințe