αποτέλεσμα
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἀποτέλεσμα (apotélesma) < ἀποτελέω (apoteléō, „a termina”). Cu unele sensuri după franceză résultats.
Pronunție
- AFI: /a.poˈte.le.zma/
Substantiv
αποτέλεσμα (apotélesma)
Declinarea substantivului αποτέλεσμα | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | αποτέλεσμα | αποτελέσματα |
Genitiv | αποτελέσματος | αποτελεσμάτων |
Acuzativ | αποτέλεσμα | αποτελέσματα |
Vocativ | αποτέλεσμα | αποτελέσματα |
Sinonime
- 3: (fin.) εισόδημα
Cuvinte derivate
- αναποτελεσματικά
- αναποτελεσματικός
- αναποτελεσματικότητα
- αποτελεσματικά
- αποτελεσματικός
- αποτελεσματικότητα
- αποτελεσμένος