Acasă
Aleatoriu
Autentificare
Setări
Donații
Despre Wikționar
Termeni
Căutare
γλώσσα
Limbă
Urmărire
Modificare
Cuprins
1
greacă
1.1
Etimologie
1.2
Pronunție
1.3
Substantiv
1.3.1
Cuvinte compuse
1.3.2
Cuvinte apropiate
1.3.3
Expresii
1.4
Referințe
greacă
(
Ελληνικά
)
Etimologie
Din greacă antică
γλῶσσα
.
Pronunție
AFI
:
/ˈɣlo̞sa/
Substantiv
γλώσσα
(glóssa)
f.
,
γλώσσες
(glósses)
pl.
(
lingv.
)
limbă
,
limbaj
(
anat.
)
limbă
(
iht.
)
limbă de mare
Cuvinte compuse
cuvinte compuse
γλωσσοδέτης
γλωσσοκοπάνα
γλωσσολόγος
γλωσσομαθής
γλωσσομάθεια
γλωσσοπλάστης
γλωσσοτρώγω
γλωσσοφαγιά
αγλωσσία
βραδυγλωσσία
διγλωσσία
κακογλωσσιά
ομογλωσσία
πολυγλωσσία
υπογλώσσιος
φαρμακόγλωσσα
άγλωσσος
αλλόγλωσσος
βραδύγλωσσος
βρομόγλωσσος
δίγλωσσος
ελληνόγλωσσος
κακόγλωσσος
μονόγλωσσος
ξενόγλωσσος
ομόγλωσσος
πολύγλωσσος
τετράγλωσσος
τρίγλωσσος
φαρμακόγλωσσος
ψαλιδόγλωσσος
Cuvinte apropiate
γλωσσάρα
γλωσσάριο
γλωσσικός
γλωσσίτσα
γλωσσού
Expresii
η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει
Referințe
Βικιλεξικό
Wiktionary