γυναίκα
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă bizantină γυναίκα (gunaíka) < greacă antică γυνή, γυναῖκα (gunḗ, gunaîka, „femeie; soție”).
Pronunție
- AFI: /ʝiˈne.ka/
Substantiv
γυναίκα (gynaíka)
Declinarea substantivului γυναίκα | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | γυναίκα | γυναίκες |
Genitiv | γυναίκας | γυναικών |
Acuzativ | γυναίκα | γυναίκες |
Vocativ | γυναίκα | γυναίκες |
Sinonime
- 1-2: (livr.) γυνή, κυρία
- 2: παντρεμένη, σύζυγος
Antonime
- 1: άνδρας
- 2: παντρεμένος
Cuvinte derivate
cuvinte derivate
Cuvinte apropiate
- γυναικάκι
- γυναικάκιας
- γυναικάρα
- γυναικάς
- γυναίκειος
- γυναικείος
- γυναικίσιος
- γυναικίστικος
- γυναικούλα
- γυναικωνίτης
- γυναικωτός
- γύναιο
- γυνο-