δέχομαι
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică δέχομαι.
Pronunție
- AFI: /'ðɛ.xɔ.mɛ/
Verb
δέχομαι (déchomai)
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
- αποδέχομαι, αποδοχή, αποδεκτός, αποδέκτης
- ενδέχεται, ενδεχόμενος, ενδεχόμενο
- καταδέχομαι, καταδεκτικός
- παραδέχομαι, παραδοχή, παραδεκτός, απαράδεκτος
- υποδέχομαι, υποδοχή