δελφίνι
(Ελληνικά)
Etimologie
Din forma δελφίν (delfín) < greacă antică δελφίς (delfís).
Pronunție
- AFI: /ðɛl.'fi.ni/
Substantiv
δελφίνι (delfíni)
Declinarea substantivului δελφίνι | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | δελφίνι | δελφίνια |
Genitiv | δελφινιού | δελφινιών |
Acuzativ | δελφίνι | δελφίνια |
Vocativ | δελφίνι | δελφίνια |
Sinonime
- 1: (zool.) υδροπτέρυγο, (rar) υδρολισθητήρας