διαίρεση
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică διαίρε(σις) (diaíresis, „divizare, împărțire”) + -ση (-si).
Pronunție
- AFI: /ðiˈe.ɾe.si/
Substantiv
διαίρεση (diaíresi)
Declinarea substantivului διαίρεση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | διαίρεση | διαιρέσεις |
Genitiv | διαίρεσης, διαιρέσεως | διαιρέσεων |
Acuzativ | διαίρεση | διαιρέσεις |
Vocativ | διαίρεση | διαιρέσεις |
Antonime
- 2: (mat.) πολλαπλασιασμός