δολάριο
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din engleză dollar.
Pronunție
- AFI: /ðoˈla.ɾi.o/
Substantiv
δολάριο (dolário)
Declinarea substantivului δολάριο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | δολάριο | δολάρια |
Genitiv | δολαρίου, δολάριου | δολαρίων |
Acuzativ | δολάριο | δολάρια |
Vocativ | δολάριο | δολάρια |
- (ec.) dolar
- δολάριο ΗΠΑ