είκοσι
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică εἴκοσι (eíkosi, „douăzeci”) < proto-elenică *ewīkəti.
Pronunție
- AFI: /ˈi.ko.si/
Numeral
είκοσι (eíkosi) invariabil
Cuvinte derivate
Cuvinte apropiate
- εικοσάλεπτο
- εικοσάωρο
- εικοσαήμερο
- εικοσάμηνο
- εικοσαετία
- εικοσαετής, εικοσαετές - εικοσάχρονος, εικοσάχρονη, εικοσάχρονο
- εικοσάρης