(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică ἐξάρτησις (exártisis) < ἐξαρτῶ (exartó, „a fi dependent”).

Pronunție

  • AFI: /eˈksaɾ.ti.si/


Substantiv

εξάρτηση (exártisi)

Declinarea substantivului
εξάρτηση
f. Singular Plural
Nominativ εξάρτηση εξαρτήσεις
Genitiv εξάρτησης, εξαρτήσεως εξαρτήσεων
Acuzativ εξάρτηση εξαρτήσεις
Vocativ εξάρτηση εξαρτήσεις
  1. dependență

Cuvinte derivate

Cuvinte apropiate

Omofone

Referințe