(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică ἐργαλεῖον (ergaleîon, „sculă, instrument”).

Pronunție

  • AFI: /eɾ.ɣaˈli.o/


Substantiv

εργαλείο (ergaleío)

Declinarea substantivului
εργαλείο
n. Singular Plural
Nominativ εργαλείο εργαλεία
Genitiv εργαλείου εργαλείων
Acuzativ εργαλείο εργαλεία
Vocativ εργαλείο εργαλεία
  1. ustensilă, unealtă, sculă
    ξυλουργικό εργαλείο
  2. (fig.) instrument, metodă
    Το λεξικό αυτό είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις σχολικές εργασίες.

Cuvinte derivate

Cuvinte apropiate

Referințe