ηλεκτρικός
(Ελληνικά)
Etimologie
Din engleză electric sau franceză électrique, care provine din latină electricus < greacă antică ἤλεκτρον (ḗlektron, „ambră”) + -ικός (-ikós).
Pronunție
- AFI: /i.le.ktɾiˈkos/
Adjectiv
ηλεκτρικός (ilektrikós)
Declinarea adjectivului ηλεκτρικός | ||
Singular | Plural | |
Masculin | ηλεκτρικός | ηλεκτρικοί |
Feminin | ηλεκτρική | ηλεκτρικές |
Neutru | ηλεκτρικό | ηλεκτρικά |
Cuvinte compuse
- ηλεκτρική εγκατάσταση
- ηλεκτρική ενέργεια
- ηλεκτρική καρέκλα
- ηλεκτρική μηχανή
- ηλεκτρική σκούπα
- ηλεκτρικό κύκλωμα
- ηλεκτρικό ρεύμα
- ηλεκτρικό φορτίο
Cuvinte apropiate
Substantiv
ηλεκτρικός (ilektrikós)
Declinarea substantivului ηλεκτρικός | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | ηλεκτρικός | ηλεκτρικοί |
Genitiv | ηλεκτρικού | ηλεκτρικών |
Acuzativ | ηλεκτρικό | ηλεκτρικούς |
Vocativ | ηλεκτρικέ | ηλεκτρικοί |
- (infra., transp.) cale ferată metropolitană
- (p.ext.) stația unor astfel de căi ferate