κοιμάμαι
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică κοιμῶμαι.
Pronunție
- AFI: /ci.ˈma.mɛ/
Verb
κοιμάμαι (kimáme)
- a dormi
Cuvinte derivate
- κοιμηθιά
- κοίμηση
- κοιμήσης sau κοιμίσης
- κοιμήσικα
- κοιμήσικος
- κοιμητήριο sau κοιμητήρι
- κοιμίζω
- κοιμισμένος
- κοιμιστικός
Cuvinte compuse
- αποκοιμάμαι
- βαριοκοιμάμαι
- γλυκοκοιμάμαι
- κακοκοιμάμαι
- λαγοκοιμάμαι
- μισοκοιμάμαι
- ξανακοιμάμαι
- ξενοκοιμάμαι