(Ελληνικά)

Etimologie

Din κορόμηλο (korómilo) + -ιά (-iá).

Pronunție

  • AFI: /kɔ.ɾɔ.mi.'ʎa/


Substantiv

κορομηλιά (koromiliá)

Declinarea substantivului
κορομηλιά
f. Singular Plural
Nominativ κορομηλιά κορομηλιές
Genitiv κορομηλιάς κορομηλιών
Acuzativ κορομηλιά κορομηλιές
Vocativ κορομηλιά κορομηλιές
  1. (bot.) corcoduș

Sinonime

Cuvinte apropiate

Referințe