κόκκινος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă medie κόκκινος < κόκκος.
Pronunție
- AFI: /ˈkɔ.ki.nɔs/
Adjectiv
Declinarea adjectivului κόκκινος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | κόκκινος (kókkinos) | κόκκινοι (kókkinoi) |
Feminin | κόκκινη (kókkini) | κόκκινες (kókkines) |
Neutru | κόκκινο (kókkino) | κόκκινα (kókkina) |
- roșu
- Δύο κόκκινα τριαντάφυλλα.
Sinonime
Cuvinte compuse
Cuvinte apropiate
- κοκκινάδα
- κοκκινάδι
- κοκκινέλη, κοκκινέλλη
- κοκκινέλι
- κοκκινίζω
- κοκκινίλα
- κοκκίνισμα
- κοκκινιστός
- κοκκινωπός