κόκορας
(Ελληνικά)
Etimologie
Formație expresivă (după ko ko).
Pronunție
- AFI: /ˈkɔ.kɔ.ɾas/
Substantiv
κόκορας (kókoras) m., κόκορες (kókores) pl.
Sinonime
Cuvinte compuse
Cuvinte apropiate
Expresii
- κάνω τον κόκορα
- κοκόρου γνώση
- μαλώνουν σαν κοκόρια
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει
- τα φορτώνω στον κόκορα