μήλο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică μῆλον (mēlon, „măr”).
Pronunție
- AFI: /ˈmi.lo/
Substantiv
μήλο (mílo)
Declinarea substantivului μήλο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | μήλο | μήλα |
Genitiv | μήλου | μήλων |
Acuzativ | μήλο | μήλα |
Vocativ | μήλο | μήλα |
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
- μηλόκρασο
- μηλολόνθη
- μηλόπιτα
- μηλοροδακινιά
- μηλοροδάκινο
- μηλοφάγος
- μηλοφόρος
- μηλόχορτο
- κυπαρισσόμηλο
- ξινόμηλο