μοναχικός
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică μοναχός (monakhós, „singur”) + -ικός (-ikós).
Pronunție
- AFI: /mo.na.çiˈkos/
Adjectiv
μοναχικός (monachikós)
Declinarea adjectivului μοναχικός | ||
Singular | Plural | |
Masculin | μοναχικός | μοναχικοί |
Feminin | μοναχική | μοναχικές |
Neutru | μοναχικό | μοναχικά |
Sinonime
- 3: (bis.) μοναστικός, καλογερικός