μπορώ
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă bizantină ἐμπορῶ (emporô), ἠμπορῶ (ēmporô).
Pronunție
- AFI: /boˈɾo/
Verb
μπορώ (boró)
- a putea, a fi capabil
- Μπορείς αύριο;
- Μπορούν να μιλήσουν Ελληνικά;
- a se putea, a fi posibil, a fi probabil
- Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;
- (mai ales la persoana a III-a singular) a fi posibil
- δεν μπορεί