ντομάτα
(Ελληνικά)
Etimologie
Din bulgară домат (domat).
Pronunție
- AFI: /do.ˈma.ta/
Substantiv
ντομάτα (domáta) f., ντομάτες (domátes) pl.
Sinonime
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
- ντοματόζουμο sau τοματόζουμο
- ντοματοπελτές sau τοματοπελτές
- ντοματοσαλάτα sau τοματοσαλάτα
- ντοματόσουπα sau ντοματόσουπα
- ντοματοχυμός sau ντοματοχυμός