ξενοδοχείο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din forma veche ξενοδοχεῖον < ξενοδόχος.
Pronunție
- AFI: /ksɛ.nɔ.ðɔ.ˈçi.ɔ/
Substantiv
ξενοδοχείο (xenodoheío) n., ξενοδοχεία (xenodoheía) pl.
(Ελληνικά)
Din forma veche ξενοδοχεῖον < ξενοδόχος.
ξενοδοχείο (xenodoheío) n., ξενοδοχεία (xenodoheía) pl.