ορυχείο
(Ελληνικά)
Etimologie
Inevitabil din greacă antică ὀρύσσω (orússō, „a săpa”).
Pronunție
- AFI: /o.ɾiˈçi.o/
Substantiv
ορυχείο (orycheío)
Declinarea substantivului ορυχείο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | ορυχείο | ορυχεία |
Genitiv | ορυχείου | ορυχείων |
Acuzativ | ορυχείο | ορυχεία |
Vocativ | ορυχείο | ορυχεία |
- (min.) mină
Sinonime
- (min.) μίνα
Cuvinte apropiate
- όρυγμα
- ορυκτός, ορυκτό
- εξορύσσω
- αδαμαντωρυχείο
- αλατωρυχείο
- ανθρακωρυχείο
- λιγνιτωρυχείο
- μεταλλωρυχείο
- χρυσωρυχείο