περιγράφω
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică περῐγρᾰ́φω (perigráfo). Echivalent cu περι- („jur”) + γράφω („a scrie”).
Pronunție
- AFI: /pe.ɾiˈɣra.fo/
Verb
περιγράφω (perigráfo)
Cuvinte apropiate
- απερίγραπτα
- απερίγραπτος
- δυσπερίγραπτος
- εγγεγραμένος
- γράφω
- περιγεγραμμένος
- περίγραμμα
- περιγραφή
- περιγραφικός
- περιγραφικότητα