προετοιμασία
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă koine προετοιμασία (proetoimasía).
Pronunție
- AFI: /pɾo.e.ti.maˈsi.a/
Substantiv
προετοιμασία (proetoimasía)
Declinarea substantivului προετοιμασία | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | προετοιμασία | προετοιμασίες |
Genitiv | προετοιμασίας | προετοιμασιών |
Acuzativ | προετοιμασία | προετοιμασίες |
Vocativ | προετοιμασία | προετοιμασίες |