πώληση
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică πώλησις (pṓlēsis).
Pronunție
- AFI: /ˈpɔ.li.si/
Substantiv
πώληση (pólisi)
Declinarea substantivului πώληση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | πώληση | πωλήσεις |
Genitiv | πώλησης, πωλήσεως | πωλήσεων |
Acuzativ | πώληση | πωλήσεις |
Vocativ | πώληση | πωλήσεις |
- (com., fin., ec.) vânzare
- πώληση διαμερίσματος
Antonime
- (com.) αγορά