υποκατάστημα

(Ελληνικά)

Etimologie

Din υπο- (ypo-) + κατάστημα (katástima, „magazin”).

Pronunție

  • AFI: /i.po.kaˈta.sti.ma/


Substantiv

υποκατάστημα (ypokatástima)

Declinarea substantivului
υποκατάστημα
n. Singular Plural
Nominativ υποκατάστημα υποκαταστήματα
Genitiv υποκαταστήματος υποκαταστημάτων
Acuzativ υποκατάστημα υποκαταστήματα
Vocativ υποκατάστημα υποκαταστήματα
  1. (com.) sucursală, filială

Cuvinte apropiate

Referințe