φοβισμένος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din verbul φοβίζω (fovízo, „a tachina; a speria”).
Pronunție
- AFI: /fo.viˈzme.nos/
Adjectiv
φοβισμένος (fovisménos)
Declinarea adjectivului φοβισμένος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | φοβισμένος | φοβισμένοι |
Feminin | φοβισμένη | φοβισμένες |
Neutru | φοβισμένο | φοβισμένα |
- înspăimântat, speriat, înfricoșat
- fricos, temător
- μην περιμένεις απ'αυτόν να αντιδράσει· ένας φοβισμένος άνθρωπος είναι
Sinonime
- 1: έντρομος, τρομαγμένος, τρομοκρατημένος
- 2: δειλός, περίφοβος, φοβιτσιάρης