χρόνος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greaca antică χρόνος.
Pronunție
- AFI: /'xrɔ.nɔs/
Substantiv
χρόνος (chrónos) m., χρόνοι (chrónoi) pl.
Cuvinte derivate
- χρονικός
- χρονοβόρος
- χρονιάρικος
- χρονόμετρο
- πρωτοχρονιά, πρωτοχρονιάτικος, πρωτοχρονιάτικα
- δίχρονος, τρίχρονος, τετράχρονος