χρώμα
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greaca antică χρῶμα.
Pronunție
- AFI: /'xɾɔ.ma/
Substantiv
χρώμα (chróma) n., χρώματα (chrómata) pl.
Cuvinte derivate
- χρωματίζω
- χρωματικός
- χρωματικότητα
- χρωμάτισμα
- χρωματισμός
- χρωματιστός
- χρωμάτωση
- χρωμικός
- χρώμιο
- χρωμοφάν
Cuvinte compuse
cuvinte compuse