ψύλλος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ψύλλος (psúllos).
Pronunție
- AFI: /'psi.lɔs/
Substantiv
ψύλλος (psýllos)
Declinarea substantivului ψύλλος | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | ψύλλος | ψύλλοι |
Genitiv | ψύλλου | ψύλλων |
Acuzativ | ψύλλο | ψύλλους |
Vocativ | ψύλλε | ψύλλοι |
- (entom.) purice
Cuvinte derivate
Expresii
- για ψύλλου πήδημα
- γυρεύω/ψάχνω ψύλλους στα άχυρα
- καλιγώνει τον ψύλλο
- μου μπαίνουν ψύλλοι στα αφτιά
- ούτε ψύλλος στον κόρφο μου