άγγελος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greaca antică ἄγγελος ("mesager").
Pronunție
- AFI: /'a.ɟɛ.lɔs/
Substantiv
άγγελος (ángelos) m., άγγελοι (ángeloi) pl.
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
- αγγελοβάρεμα / αγγελοβαρεμένος
- αγγελοβλέπω
- αγγελοβλεπούσα
- αγγελογραμμένος
- αγγελοειδής
- αγγελοζωγραφιστός
- αγγελοθωρώ
- αγγελοκαμωμένος / αγγελοκάμωτος
- αγγελοκόβω / αγγελόκομμα
- αγγελοκρίνομαι / αγγελοκρίτης
- αγγελοκρούομαι / αγγελόκρουσμα / αγγελοκρουσμένος
- αγγελολογία
- αγγελομαχώ / αγγελομάχημα
- αγγελόμορφος
- αγγελοπετριά
- αγγελοπρόσωπος
- αγγελοσκιάζομαι / αγγελοσκιάζω / αγγελόσκιασμα
- αγγελόψυχος
- αρχάγγελος