αγριοκάτσικο
(Ελληνικά)
Etimologie
Compus din αγριο- (agrio-, „sălbatic”) + κατσίκι (katsíki, „capră”).
Pronunție
- AFI: /a.ɣɾi.ɔ'ka.tsi.kɔ/
Substantiv
αγριοκάτσικο (agriokátsiko)
Declinarea substantivului αγριοκάτσικο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | αγριοκάτσικο | αγριοκάτσικα |
Genitiv | αγριοκάτσικου | αγριοκάτσικων |
Acuzativ | αγριοκάτσικο | αγριοκάτσικα |
Vocativ | αγριοκάτσικο | αγριοκάτσικα |
- (zool.) șamoa; capră-neagră, capră-de-munte
- (fig.) bărbat prost crescut