αεροπλάνο
(Ελληνικά)
Variante
- (fam.) αερόπλανο
Etimologie
Din franceză aéroplane („avion”).
Pronunție
- AFI: /a.e.ɾoˈpla.no/
Substantiv
αεροπλάνο (aeropláno)
Declinarea substantivului αεροπλάνο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
Genitiv | αεροπλάνου | αεροπλάνων |
Acuzativ | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
Vocativ | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
Sinonime
- 1: (avia.) αεροσκάφος