αιώνας
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică αἰών (aiṓn, „epocă, eră”).
Pronunție
- AFI: /eˈo.nas/
Substantiv
αιώνας (aiónas)
Declinarea substantivului αιώνας | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | αιώνας | αιώνες |
Genitiv | αιώνα | αιώνων |
Acuzativ | αιώνα | αιώνες |
Vocativ | αιώνα | αιώνες |
- o sută de ani, centenar
- (spec.) secol
- Έγινε στα μέσα του 20ου αιώνα.
- (geol.) eră, eon
- Φανεροζωικός αιώνας
- (fig.) eternitate, veșnicie
Sinonime
- 2: (abr.) αι., εκατονταετία
- 3: (geol.) μεγααιώνας
Cuvinte apropiate
- αιώνια
- αιώνιος
- αιωνιότητα
- αιωνίως
- διαιωνίζω
- διαιώνιση
- μακραίωνος
- μεσαίωνας, Μεσαίωνας
- μεσαιωνικός
- μεσαιωνισμός
- προαιώνια
- προαιώνιος
- προαιωνίως