ακούω
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἀκούω (akoúō, „a auzi, a asculta”) < proto-elenică *akouhō.
Pronunție
- AFI: /aˈku.o/
Verb
ακούω (akoúo)
- (v.tranz.) a auzi
- Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
- (v.tranz.) a asculta
- Άκουγαν τη διάλεξη.
- (v.intranz.) a auzi
- Οι κωφοί δεν ακούνε.
Cuvinte derivate
cuvinte derivate
Expresii
- άκουσον, άκουσον
- ακούω τα εξ αμάξης
- ακούω τα σχολιανά μου
- ακούω τον αναβαλλόμενο
- ακούω τον εξάψαλμο
- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω
- πάταξον μεν, άκουσον δε
- τα ακούω