αντικείμενο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἀντικείμενον (antikeímenon) < din ἀντίκειμαι (antíkeimai, „a opune”).
Pronunție
- AFI: /an.diˈci.me.no/
Substantiv
αντικείμενο (antikeímeno)
Declinarea substantivului αντικείμενο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | αντικείμενο | αντικείμενα |
Genitiv | αντικειμένου, αντικείμενου | αντικειμένων |
Acuzativ | αντικείμενο | αντικείμενα |
Vocativ | αντικείμενο | αντικείμενα |
- (fiz.) obiect; (spec.) lucru
- Προτιμώ να αγοράζω χρήσιμα αντικείμενα και όχι διακοσμητικά.
- (gram.) obiect, complement
- (fig.) obiect
- (cib.) obiect
Sinonime
- 2: (gram.) (abr.) αντικ.
Antonime
- 2: (gram.) υποκείμενο