αυτί
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din greacă antică οὖς.
Pronunție
- AFI: /a'fti/
Substantiv
αυτί (aftí) n., αυτιά (aftiá) pl.
- (anat.) ureche
Cuvinte apropiate
Omonime
Expresii
- στήνω αφτί
- απ' τ' αφτί και στο δάσκαλο
- δεν ιδρώνει το αφτί μου
- μου ΄φαγε τ' αφτιά
- μπαίνουν ψύλλοι στ' αφτιά μου
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά