βάτραχος
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din greacă antică βάτραχος (bátrakhos).
Pronunție
- AFI: /'va.tɾa.xɔs/
Substantiv
βάτραχος (vátrachos)
Declinarea substantivului βάτραχος | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | βάτραχος | βάτραχοι |
Genitiv | βατράχου | βατράχων |
Acuzativ | βάτραχο | βατράχους |
Vocativ | βάτραχε | βάτραχοι |
- (zool.) broască
Sinonime
- (zool.) μπάκακας