(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică βέβαιος (bébaios, „stabil, dur, tare”).

Pronunție

  • AFI: /ˈve.ve.os/


Adjectiv

βέβαιος (vévaios)

Declinarea adjectivului
βέβαιος
Singular Plural
Masculin βέβαιος βέβαιοι
Feminin βέβαιη/βέβαια βέβαιες
Neutru βέβαιο βέβαια
  1. sigur
    Είσαι βέβαιος ότι δεν έπρεπε να στρίψουμε στο προηγούμενο στενό
  2. cert, sigur, neîndoios
    ένα είναι βέβαιο: δεν θα ξανακάτσω σπίτι κι απόψε, βαρέθηκα το διάβασμα

Sinonime

Antonime

Cuvinte apropiate

Referințe