βέβαιος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică βέβαιος (bébaios, „stabil, dur, tare”).
Pronunție
- AFI: /ˈve.ve.os/
Adjectiv
βέβαιος (vévaios)
Declinarea adjectivului βέβαιος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | βέβαιος | βέβαιοι |
Feminin | βέβαιη/βέβαια | βέβαιες |
Neutru | βέβαιο | βέβαια |
- sigur
- Είσαι βέβαιος ότι δεν έπρεπε να στρίψουμε στο προηγούμενο στενό
- cert, sigur, neîndoios
- ένα είναι βέβαιο: δεν θα ξανακάτσω σπίτι κι απόψε, βαρέθηκα το διάβασμα
Sinonime
- 1: σίγουρος
Antonime
Cuvinte apropiate
cuvinte apropiate