βιομηχανία
(Ελληνικά)
Etimologie
Compus din βιο- (vio-, „viață”) + μηχανή (michaní, „mașină, aparat”) + -ία (-ía).
Pronunție
- AFI: /vi.o.mi.xaˈni.a/
Substantiv
βιομηχανία (viomichanía)
Declinarea substantivului βιομηχανία | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | βιομηχανία | βιομηχανίες |
Genitiv | βιομηχανίας | βιομηχανιών |
Acuzativ | βιομηχανία | βιομηχανίες |
Vocativ | βιομηχανία | βιομηχανίες |
Sinonime
- 1: (ind.) (abr.) βιομηχ.