(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică βόρειος (bóreios, „de nord”) < Βορέας (Boréas) +‎ -ειος (-eios).

Pronunție

  • AFI: /ˈvo.ɾi.os/


Adjectiv

βόρειος (vóreios)

Declinarea adjectivului
βόρειος
Singular Plural
Masculin βόρειος βόρειοι
Feminin βόρεια/βόρειος βόρειοι/βόρειες
Neutru βόρειο βόρεια
  1. (geogr.) de nord, nordic
    Ο βόρειος άνεμος είναι ψυχρός.

Sinonime

Cuvinte apropiate


Substantiv

βόρειος (vóreios)

Declinarea substantivului
βόρειος
m. Singular Plural
Nominativ βόρειος βόρειοι
Genitiv βορείου βορείων
Acuzativ βόρειο βορείους
Vocativ βόρειε βόρειοι
  1. locuitor din nord, nordic
    Οι βόρειοι έχουν συχνά ξανθά μαλλιά.

Cuvinte apropiate

Referințe