διάσημος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică διάσημος (diásēmos) < compus din διά (diá, „prin”) + σῆμα (sêma, „semn”).
Pronunție
- AFI: /ˈði̯a.si.mos/, /ˈðʝa.si.mos/
Adjectiv
διάσημος (diásimos)
Declinarea adjectivului διάσημος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | διάσημος | διάσημοι |
Feminin | διάσημη | διάσημες |
Neutru | διάσημο | διάσημα |