διαδικασία
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică διαδικασία (diadikasía).
Pronunție
- AFI: /ði.a.ði.kaˈsi.a/
Substantiv
διαδικασία (diadikasía)
Declinarea substantivului διαδικασία | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | διαδικασία | διαδικασίες |
Genitiv | διαδικασίας | διαδικασιών |
Acuzativ | διαδικασία | διαδικασίες |
Vocativ | διαδικασία | διαδικασίες |
Sinonime
- 1: προτσές, προσέγγιση, διεργασία