κάθισμα
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică κάθισμα (káthisma).
Pronunție
- AFI: /ˈka.θi.zma/
Substantiv
κάθισμα (káthisma)
Declinarea substantivului κάθισμα | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | κάθισμα | καθίσματα |
Genitiv | καθίσματος | καθισμάτων |
Acuzativ | κάθισμα | καθίσματα |
Vocativ | κάθισμα | καθίσματα |
Sinonime
- 1: καρέκλα