καλλιέργεια
(Ελληνικά)
Etimologie
Comps din greacă koine καλλιεργία (kalliergía) + -έργεια (-érgeia) < din καλλιεργέω (kalliergéo), cu sensuri după franceză culture.
Pronunție
- AFI: /ka.liˈeɾ.ʝi.a/
Substantiv
καλλιέργεια (kalliérgeia)
Declinarea substantivului καλλιέργεια | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | καλλιέργεια | καλλιέργειες |
Genitiv | καλλιέργειας | καλλιεργειών |
Acuzativ | καλλιέργεια | καλλιέργειες |
Vocativ | καλλιέργεια | καλλιέργειες |
- (biol., microbiol.) cultură
- κυττάρων μέσα καλλιέργειας
- (fig.) cultură, cultivare
- Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων.
- (hort.) cultivație, cultivare