κινητήρας
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică κινητήρ (kinētḗr).
Pronunție
- AFI: /ki.ɲiˈti.ras/
Substantiv
κινητήρας (kinitíras)
Declinarea substantivului κινητήρας | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | κινητήρας | κινητήρες |
Genitiv | κινητήρα | κινητήρων |
Acuzativ | κινητήρα | κινητήρες |
Vocativ | κινητήρα | κινητήρες |
- (mec.) motor
Sinonime
- (mec.) κινητήρια μηχανή, μοτέρ